ψούνιο
Смотреть что такое "ψούνιο" в других словарях:
ψουνήσιος — ια, ο, Ν (διαλ. τ.) αγοραστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψούνιο + κατάλ. ήσιος) … Dictionary of Greek
ψουνήσιος — ια, ο, Ν (διαλ. τ.) αγοραστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψούνιο + κατάλ. ήσιος) … Dictionary of Greek